- ἐρίδωρος
- ἐρί-δωρος, ον,A rich in gifts, abundant,
ὀπώρη Opp.C.3.504
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀπώρη Opp.C.3.504
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ερίδωρος — ἐρίδωρος, ον (Α) αυτός που φέρει άφθονα, πλούσια δώρα («ἐρίδωρος ὀπώρη», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + δώρον] … Dictionary of Greek
ἐρίδωρον — ἐρίδωρος rich in gifts masc/fem acc sg ἐρίδωρος rich in gifts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… … Dictionary of Greek